- μήλινος
- -η, -ο (ΑΜ μήλινος, -ίνη, -ον, Α δωρ. τ. μάλινος, -ίνη, -ον) [μήλον (Ι)]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή αυτός που προέρχεται από τη μηλιάνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η μηλίνηαλοιφή που παρασκευάζεται με βάση τον χυμό τών μήλωναρχ.1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από μήλα ή κυδώνια2. αυτός που έχει το χρώμα τού μήλου ή τού κυδωνιού («καρποὺς τῇ χρόᾳ μηλίνους», Διόδ.)3. φρ. «γῆ μηλίνη» — η Μηλία γη.
Dictionary of Greek. 2013.